- συρματέϊνος
- -η, -ο, Μ [σύρμα, -ατος]ο κατασκευασμένος από ελατό δικτυωτό μέταλλο, ιδίως χρυσό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συρμάτειος — εία, ον, Μ [σύρμα, ατος] συρματέϊνος* … Dictionary of Greek
συρματέινα — τα, Ν [συρματέινος] αντικείμενα κατασκευασμένα από δικτυωτό μέταλλο, συνηθισμένα κατά τους μεταβυζαντινούς χρόνους … Dictionary of Greek